Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2023

Τὰ Ψυχοσάββατα. Ποιὰ εἶναι, πότε καὶ γιατί τελοῦνται.

Τὰ Ψυχοσάββατα.

Ποιὰ εἶναι, πότε καὶ γιατί τελοῦνται.



«Ἔτι δεόμεθα ὑπὲρ μακαρίας μνήμης
καὶ αἰωνίου ἀναπαύσεως
πάντων τῶν ἐπ' ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου
κεκοιμημένων εὐσεβῶς ὀρθοδόξων χριστιανῶν,
βασιλέων, πατριαρχῶν, ἀρχιερέων, ἱερέων, ἱερομονάχων,
ἱεροδιακόνων, μοναχῶν, προπατόρων,
πάππων, προπάππων, πατέρων, γονέων, προγονέων,
συζύγων, τέκνων, ἀδελφῶν καὶ συγγενῶν ἡμῶν,
και πάντων των ἀδελφῶν ἡμῶν
των από περάτων έως περάτων της οικουμένης,
των εν γη, των εν θαλάσση,
των εν ερήμοις και όρεσι και σπηλαίοις
και εν ταις οπές της γης
και εν παντί καιρώ και τόπω τελειωθέντων,
ἐκ τῶν ἀπ' ἀρχῆς καὶ μέχρι τῶν ἐσχάτων,
ών συ Κύριε, γινώσκεις τα ονόματα
καὶ ὑπὲρ τοῦ συγχωρηθῆναι αὐτοῖς
πᾶν πλημμέλημα ἑκούσιόν τε καὶ ἀκούσιον».

Μέσα στὴν ποιμαντική της μέριμνά, για όλους μας,

αλλά και γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, ἡ ἁγία Ὀρθόδoξη Ἐκκλησία μας,

ἔχει καθορίσει ξεχωριστὴ ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος γι᾿ αὐτούς.


Κάποια Σάββατα δηλαδή,

μέσα στον εορτολογικό της κύκλο του χρόνου.


Ὅπως ἡ Κυριακὴ, εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου,

και ο όρθρος της αλλά και η Θεία Λειτουργία της,

είναι Αναστάσιμος,

ἔτσι καὶ κάποια Σάββατα,

εἶναι ἡ ἡμέρα που αφιερώνεται στην ανάμνηση τῶν κεκοιμημένων,

γιὰ νὰ τοὺς μνημονεύουμε καὶ νὰ ἔχουμε (ἐπι)κοινωνία μαζί τους.


Σὲ κάθε προσευχὴ καὶ ἰδιαίτερα στὶς προσευχὲς τοῦ Σαββάτου,

ὁ πιστὸς μνημονεύει τοὺς οἰκείους, συγγενεῖς καὶ προσφιλεῖς,

ἀλλὰ ζητᾶ καὶ τὶς προσευχὲς τῆς Ἐκκλησίας γι᾿ αὐτούς.


Στὸ δίπτυχο (χαρτάκι), ποὺ φέρνουμε μαζὶ μὲ τις προσφορές μας,

γιὰ τὴ θεία Λειτουργία, ἀναγράφονται τὰ ὀνόματα,

τῶν ζώντων καὶ τῶν κεκοιμημένων,

τὰ ὁποῖα και μνημονεύονται, από τον Ιερέα στην πρόθεση κατά την διάρκεια του όρθρου.

Σὲ ἐτήσια βάση ἡ Ἐκκλησία ἔχει καθορίσει δύο Σάββατα,

τὰ ὁποῖα ἀφιερώνει στοὺς κεκοιμημένους της.


Εἶναι τὰ Ψυχοσάββατα.


Τὸ ἕνα πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω,

καὶ τὸ ἄλλο πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς.


Τὸ Ψυχοσάββατο, πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω,

ἔχει τὸ ἑξῆς νόημα: Ἡ ἑπομένη ἡμέρα,

εἶναι ἀφιερωμένη στὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου.

Ἐκείνη τὴ φοβερὴ ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ὅλοι,

θὰ σταθοῦμε μπροστὰ στὸ θρόνο τοῦ μεγάλου Κριτοῦ.


Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ,

μὲ τὸ μνημόσυνο τῶν κεκοιμημένων,

ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Κύριο,

νὰ γίνει ἵλεως καὶ νὰ δείξει τὴν συμπάθεια καὶ τὴν μακροθυμία του,

ὄχι μόνο σὲ μᾶς ή στους προσφιλής μας,

που μπορούμε να τελούμε τα μνημόσυνα τους,

όλο τον υπόλοιπο χρόνο,

ἀλλὰ καὶ στοὺς προαπελθόντας ἀδελφούς,

των οποίον τα ονόματα και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε,

καὶ ὅλους μαζὶ νὰ μᾶς κατατάξει στὴν Ἐπουράνια Βασιλεία Του.


«Ἐφ’ὅσον εποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου,

τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί εποιήσατε»

Ὁ καθένας μας, διαλέγει τὸ δικό του δρόμο ἐλεύθερα

καὶ κάνει τὶς ἐπιλογές του ἀνεπιρρέαστα.

Ὁσοι ἀγαποῦν ἀξιώνονται καὶ νὰ ἀγαπιῶνται

καὶ ὅσοι μισοῦν ἀπορρίπτονται ἀπό τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸν Θεό.

Καμμία ἀπειλή καὶ κανένας ἐκβιασμός συνειδήσεων δὲν παρατηρεῖται ἐδῶ.

Ἡ ἐλευθερία εἶναι τὸ πλαίσιο καὶ ἡ καθημερινή ἀγάπη τὸ μοναδικό κριτήριο,

βάσει τοῦ ὁποίου θὰ γίνει ἡ κρίση· γι’αὐτό ὅποιος ξέρει νὰ ἀγαπάει δὲν φοβάται τὴν κρίση

καὶ μόνον ὁ μὴ ἀγαπῶν τρέμει τὴν ὥρα τοὺ τέλους.

Ὅλοι μας δημιουργηθήκαμε καὶ γίναμε ὑπεύθυνοι γιὰ μιά θέση στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐξ αἰτίας τοῦ δώρου τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι εἴτε ἔχουμε εἴτε δὲν ἔχουμε ἀποδεχθεῖ αὐτή τὴν εὐθύνη, εἴτε ἀγαπήσαμε εἴτε ἀρνηθήκαμε τὴν ἀγάπη πρόκειται νὰ κριθοῦμε γιατί ἐφ’ὅσον,

ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε,

μας διαβεβαιώνει ὁ Κύριος, στο Ευαγγέλιο της Κρίσεως την Κυριακή των Αποκρεών.


Μὲ τὸ δεύτερο Ψυχοσάββατο διατρανώνεται ἡ πίστη μας,

γιὰ τὴν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας,

τῆς ὁποίας τὴν ἵδρυση καὶ τὰ γενέθλια ( ἐπὶ γῆς )

γιορτάζουμε κατὰ τὴν Πεντηκοστή,

ως ήμερα δημόσιας δράσεως της ανά τα έθνη .


Μέσα στό σώμα της Ἐκκλησίας,

περιλαμβάνεται ἡ στρατευομένη ἐδῶ στὴ γῆ

καὶ ἡ θριαμβεύουσα στοὺς οὐρανούς.


Ὁ λόγος ποὺ τὰ καθιέρωσε ἡ Ἐκκλησία μας,

παρ᾿ ὅτι κάποια Σάββατα εἶναι ἀφιερωμένα στοὺς κεκοιμημένους,

εἶναι ὁ ἑξῆς: Ἐπειδὴ πολλοὶ κατὰ καιροὺς ἀπέθαναν, μικροὶ σὲ ἡλικία

ἢ στην ξενιτιὰ ἢ στὴν θάλασσα ἢ στὰ ὄρη καὶ τοὺς κρημνοὺς

ἢ καὶ μερικοί, λόγῳ πτωχείας,

δὲν ἀξιώθηκαν τῶν διατεταγμένων μνημοσύνων,

με τις προσευχές, τις νηστείες, τις ελεημοσύνες, τις Θείες Λειτουργίες,

ήτοι του Ιερού σαρανταλείτουργου,

και των αναλόγων κολλύβων,

«οἱ θεῖοι Πατέρες φιλανθρώπως κινούμενοι ἐθέσπισαν τὸ μνημόσυνον αὐτὸ ὑπὲρ πάντων τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος εὐσεβῶς τελευτησάντων Χριστιανῶν».

Συγχρόνως δέ, ἐνθυμούμενοι καὶ ἐμεῖς τὸν θάνατο,

«διεγειρόμεθα πρὸς μετάνοιαν».

Γιὰ τὴν ἱστορία καὶ μόνο ἂς γνωρίζουμε ὅτι :

«Ἡ καθιέρωσις τοῦ Σαββάτου πρὸ τῶν Ἀπόκρεω ὡς Ψυχοσαββάτου, ἐγένετο μᾶλλον κατ᾿ ἀπομίμησιν τοῦ Σαββάτου

πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς, ὡς μόνου προϋπάρχοντος ».


Ἡ ὠφέλεια ἀπὸ τὰ μνημόσυνα


Σύμφωνα μὲ ὁμόφωνη ἁγιοπατερικὴ μαρτυρία,

τὴν ὁποία ἐπιβεβαιώνει ἡ ἀδιάκοπη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση αἰώνων,

οἱ εὐχὲς γιὰ τοὺς νεκροὺς θεσπίστηκαν ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους.

Ἡ θέσπιση αὐτὴ ἔχει δύο βασικὰ θεμέλια :

α) τὴν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινωνίας ἁγίων,

ποὺ ἀποτελεῖται ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς ζωντανούς,

ἀλλὰ καὶ τοὺς «κεκοιμημένους» χριστιανοὺς

καὶ β) τὴν πίστη στὴν μεταθανάτια ζωή,

τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν τελικὴ κρίση.


Άρα εάν δεν γίνουμε μέτοχοι,

του σώματος του Χριστού και του αίματος Του,

δεν έχουμε κοινωνία με το σώμα της εκκλησίας

και κατ’ επέκταση με την Θριαμβεύουσα εκκλησία,

όπου συναριθμούνται και οι κεκοιμημένοι αδελφοί μας.


Ἤδη στὶς Ἀποστολικὲς Διδαχὲς,

 βρίσκεται ἡ διάκριση τῶν μνημοσύνων,

σὲ «τρίτα», «ἔνατα», «τεσσαρακοστὰ» καὶ ἐνιαύσια» (ἐτήσια),

ἀνάλογα μὲ τὸ χρόνο τελέσεώς τους ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου.

Πολλοὶ συμβολισμοὶ τῶν ἐπιμέρους μνημοσύνων,

ἀναφέρονται ἀπὸ τοὺς πατέρες.


Οἱ κυριότεροι εἶναι οἱ ἑξῆς :

Τὰ « τριήμερα » συμβολίζουν τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μετὰ τὴν τριήμερη παραμονή Του στὸν τάφο καὶ τελοῦνται μὲ τὴν εὐχὴ ν᾿ ἀναστηθεῖ καὶ ὁ νεκρὸς στὴν οὐράνια βασιλεία.

Τὰ « ἐννιάμερα » τελοῦνται γιὰ τὰ ἐννέα τάγματα τῶν αΰλων ἀγγέλων, μὲ τὴν εὐχὴ νὰ βρεθεῖ κοντά τους ἡ ἄϋλη ψυχὴ τοῦ νεκροῦ.

Τὰ « τεσσαρακονθήμερα » τελοῦνται γιὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔγινε σαράντα μέρες μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του,

μὲ τὴν εὐχὴ νὰ « ἀναληφθεῖ » καὶ ὁ νεκρός,

νὰ συναντήσει τὸ Χριστὸ στοὺς οὐρανοὺς καὶ νὰ ζήσει γιὰ πάντα μαζί Του.

Τὰ «ἐτήσια», τέλος, τελοῦνται τὴν ἐπέτειο ἡμέρα τοῦ θανάτου,

σὲ ἀνάμνηση τῶν γενεθλίων τοῦ νεκροῦ,

καθώς, γιὰ τοὺς πιστοὺς χριστιανούς,

ἡμέρα τῆς ἀληθινῆς γεννήσεως εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ σωματικοῦ θανάτου καὶ τῆς μεταστάσεως στὴν αἰώνια ζωή.

Μνημόσυνα, ἀντίστοιχα μὲ τὰ παραπάνω,

τελοῦνται τὸν τρίτο, ἕκτο καὶ ἔνατο μήνα ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου ( « τρίμηνα », « ἑξάμηνα », « ἐννεάμηνα » ).

Τὴν μεγαλύτερη ὠφέλεια στοὺς νεκροὺς τὴν προξενεῖ ἡ τέλεση τῆς θείας εὐχαριστίας στὴ μνήμη τους,

διότι τότε, μὲ τὶς μερίδες τους, την δική μας δηλαδή προσφορά, που συνοδεύουν αοράτως οι προσευχές μας, στὸ ἅγιο δισκάριο,

«ἑνώνονται ἀόρατα μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἐπικοινωνοῦν μαζί Του καὶ παρηγοροῦνται καὶ σώζονται καὶ εὐφραίνονται ἐν Χριστῷ»

( ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης ).


Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ εἰδικὰ γιὰ κάθε κεκοιμημένο μνημόσυνα,

ἡ Ἐκκλησία ἔχει στὶς καθημερινὲς ἀκολουθίες της,

γενικὲς δεήσεις γιὰ τοὺς κεκοιμημένους,

ὅπως εἶναι λ.χ. τὸ νεκρώσιμο μέρος τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Μεσονυκτικοῦ καὶ οἱ σχετικὲς ἀναφορὲς στὶς «ἐκτενεῖς δεήσεις»

τοῦ Ἑσπερινοῦ, τοῦ Ὄρθρου, αλλά καὶ τῆς θείας Λειτουργίας.

Πρέπει νὰ σημειωθεῖ, ἂν καὶ αὐτονόητο,

ὅτι ἡ Ἐκκλησία τελεῖ μνημόσυνα μόνο γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς ποὺ κοιμήθηκαν μέσα στοὺς κόλπους της.


Ἐξηγήσεις παρερμηνειῶν.


Θὰ πρέπει, τέλος, νὰ ἐξηγήσουμε ὅτι πολλὰ λάθη,

ἀπὸ τὴν ἄγνοια τοῦ παρελθόντος, ἔχουν φτάσει ὡς τὶς μέρες μας

καὶ θὰ πρέπει ἄμεσα νὰ διορθωθοῦν,

 αφού αποτελούν παρεκτροπή της ορθοδόξου λατρείας μας,

 ώς έθος και μάλιστα εκ των γονέων μας, 

 παραδεδομένο εις ημάς << Έτσι το βρήκαμε από την μάνα μας >>, 

έχοντας μεγαλυτέρα ισχύ,

εκ της Ορθοδόξου εκκλησιαστικής παραδόσεως,

 των 2023 σχεδόν ετών μέχρι σήμερα. 


α) Τὰ μνημόσυνα θὰ πρέπει νὰ γίνονται

ἀκριβῶς τὴν ἡμέρα ποὺ πρέπει καὶ ὄχι νωρίτερα ἢ ἀργότερα.



β) Τὸ σπάσιμο γυάλινων ἀντικειμένων ἢ ἄλλων τοιούτων,

ἢ έκχυση οίνου, και ο διασκορπισμός των Κολλύβων επί των τάφων,

εἶναι ἄκρως εἰδωλολατρικὴ συνήθεια καὶ ἁμαρτάνουν ὅσοι τὸ πράττουν.



γ) Στὰ μνημόσυνα παραθέτουμε

καὶ εὐλογοῦνται μόνο καλῶς βρασμένα κόλλυβα (σιτάρι)

ὡς ἐνδεικτικὰ τῆς Ἀναστάσεως καὶ ὄχι ἀλλα ὑποκατάστατα ( κουλουράκια – ψωμάκια - γλυκά κλπ. )



δ) Τὸ πρῶτο Σάββατο τῆς Τεσσαρακοστῆς,

δὲν εἶναι «Ψυχοσάββατο», ἀλλὰ ἑορτάζουμε τὸ «διὰ κολλύβων»

θαῦμα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος.



ε) Στὰ Ψυχοσάββατα μποροῦμε

νὰ παραθέτουμε κόλλυβα εἴτε στὸν Ἑσπερινὸ τῆς Παρασκευῆς,

εἴτε στον Όρθρο τοῦ Σαββάτου, εἴτε καὶ στὰ δύο.

Πρόκειται περὶ τῆς ἰδίας ἀξίας, ἀφοῦ ἡ ἴδια ἀκολουθία διαβάζεται.


Ούτε η ποσότητα τους , ούτε καν η ποιότητα των υλικών τους έχουν σημασία, αφού τα κόλλυβα είναι θέμα της διατροφικής επιλογής εκείνων που θα τα παρασκευάσουν ανάλογα με την επιθυμία της ορέξεως των και την οικονομική τους δύναμη,

αρκεί να έχουν ως βάση το σιτάρι που είναι και το σύμβολο της αναστάσεως, έχοντας απλώς ως σκοπό την επισιτιστική στήριξη μας,

και όχι τον αυτοσκοπό της σωτηρίας,

αφού υπάρχουν για να παχαίνουν

και να στηρίζουν την νηστεία των ζώντων

και όχι για να σώζουν ως αντικείμενα θυσίας, τους κεκοιμημένους.


στ) Τὰ εὐλογηθέντα κόλλυβα δὲν τὰ σκορπίζουμε στὸν τάφο, οὔτε τὰ ἀπορρίπτουμε στὰ σκουπίδια, πράξεις ἐκκλησιαστικὰ ἀπαράδεκτες.


ζ) Η Κυριακή δεν μπορεί να είναι ημέρα για την τέλεση μνημοσύνων, αφού ο όρθρος είναι αναστάσιμος και η λειτουργία είναι πάντα αναστάσιμη, συνήθως η τέλεση τους << βαπτίζεται >> μνημόσυνα τις Κυριακές, βάζοντας κάποια τροπάρια επιπλέον από το κοινό Τρισάγιο , ώστε να διαρκεί περισσότερο για καθαρά ψυχολογικούς λόγους, και μάλιστα στους μεγάλους ενοριακούς ναούς ρυθμίζουν την τέλεση τους αλληλοδιαδόχως, ώστε ικανοποιούνται οι << τεθλιμμένοι >> οικείοι τους που δεν επιθυμούν την κοινή τέλεση τους, για να << ακούν >> το όνομα του συγγενούς τους και φτάνουν να γίνονται << μνημόσυνα >.> ώρες μετά από την Θεία Λειτουργία μέχρι αργά το μεσημέρι.


η) Η παρακολούθηση του Μνημοσύνου είναι δυστυχώς απαθής εκ των << τεθλιμμένων >> και δεν συμμετέχουν ουσιαστικά, αφού ούτε κοινωνούν, αλλά ούτε και έχουν επίγνωση των τελουμένων ώστε να μπορούν παρέχουν την συγχώρηση, κατά την διάρκεια της εκφωνήσεως της συγχωρητικής ευχής, εκ του ιερέως, η οποία συγχώρηση και εκπηγάζει εκ της καρδίας, η οποία και διατρέχεται από το ίδιο αίμα, Του Σωτήρος Χριστού, ώστε η εκ του αγίου σώματος και αίματος, συγγένεια μας, να μας δίνει την δυνατότητα, να εντελλόμεθα την συγχώρηση των οικείων μας, με την ευχετική, προστακτική, << Θεός σχωρέστον >>.


Σὲ κάθε περίπτωση, ὑπεύθυνος γιὰ τὴν λύση τυχὸν ἀποριῶν σας, εἶναι μόνος έχων την πνευματική ευθύνη μας, ο πνευματικός μας.

Τριώδιον 2023

Μαρίνα, Δ.Δ. Ανθεμίων, Ναούσης, Ημαθίας. 

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2021

 


          


 



ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ


ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΟΛΟΓΙΑΣ

ΔΙΪΔΡΥΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

«ΕΛΛΑΔΑ. ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ»


Γέρων Δαμασκηνός Κατρακούλης 



ΜΑΘΗΜΑ: «Ορθόδοξη Πνευματικότητα στον Ελλαδικό Χώρο»

ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ: 2019-2020



ΔΙΔΑΣΚΩΝ: Αραμπατζής Χρήστος, Καθηγητής



ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΥΆΓΓΕΛΟΣ ΑΥΞΈΝΤΙΟΣ ΡΟΥΣΣΆΚΗΣ (Α.Μ.:165)


ΑΘΗΝΑ 2020

Πρόλογος

Η ακόλουθη εργασία έχει γενικό τίτλο "Ο γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης" και πραγματοποιείται μέσα στα πλαίσια του μαθήματος "Ορθόδοξη Πνευματικότητα στον Ελλαδικό Χώρο" του Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών "Ελλάδα: Εκκλησιαστική Ιστορία και Πολιτισμός" των τμημάτων Κοινωνικής Θεολογίας και Θρησκειολογίας Αθηνών και Κοινωνικής και Ποιμαντικής Θεολογίας Θεσσαλονίκης.

Στην εργασία αυτή παρουσιάζω τη ζωή και το πολυσχιδέστατο έργο του μακαριστού πατρός Δαμασκηνού Κατρακούλη, κληρικού της Μητροπόλεως Αττικής και Μεγαρίδος και Μεγάρων και Σαλαμίνος, κτίτορος της Μονής του Μακρυνού και ηγουμένου της Ανδρώας Μονής Αγίας Παρασκευής Μαζίου. Η επαφή μου με τον γέροντα υπήρξε προσωπική και μάλιστα εκείνος ήταν που με γαλούχησε στα νάματα του μοναχισμού και με την εργασία αυτή του αποδίδω έναν ελάχιστο φόρο τιμής.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω τον καθηγητή του μαθήματος κ. Χρήστο Αραμπατζή που μου ανέθεσε την εκπόνηση της εργασίας γι' αυτή την εξέχουσα αυτή φυσιογνωμία του π. Δαμασκηνού Κατρακούλη, την πολυσέβαστη καθηγουμένη της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Μακρυνού Μακρίνα μοναχή και την περί αυτήν αγία αδελφότητα για την παροχή πλούσιου βιβλιογραφικού υλικού από τις εκδόσεις της Μονής, και τον καθηγούμενο π. Χρυσόστομο και την περί αυτόν αδελφότητα της Ιεράς Μονής Μαζίου Μεγάρων καθώς και τον υπ. Δρ. Θεολογίας κ. Θεόδωρο Ρόκα για την πολύτιμη βοήθεια.

Αυξέντιος Ρουσσάκης

Αθήνα 2020

Περιεχόμενα

1. Η προσωπικότητα του γέροντα Δαμασκηνού Κατρακούλη

Ο αείμνηστος πατήρ Δαμασκηνός Κατρακούλης γεννήθηκε στα Μέγαρα στις 2 Ιουλίου 1921. Οι γονείς του Ιωάννης και Μαρία ήσαν πιστοί και ενάρετοι. Ήσαν στολισμένοι με την υψοποιό ταπείνωση και ζούσαν την πατροπαράδοτη ευσέβεια μέσα στην Εκκλησία με ανεπιτήδευτη απλότητα. Είχαν αποκτήσει και δυο κόρες, την Καλλιόπη και την Αναστασία. Ο π. Δαμασκηνός κατά το Βάπτισμά του έλαβε το όνομα Σπυρίδων, το οποίο μετέλλαξε σε Δαμασκηνό κατά την κουρά του σε μοναχό στην Ιερά Ανδρώα (τότε) Μονή Φανερωμένης κατά το 19501.

Κατά τη γερμανική κατοχή, ο Σπυρίδων, μη ανεχόμενος να στενάζει ο ελληνικός λαός από το γερμανικό ζυγό, παρότι δεν είχε στρατευτεί η κλάση του αποφάσισε μαζί με έναν φίλο του να αναχωρήσει για τη Μέση Ανατολή και να αγωνιστούν στο πλευρό του αγέρωχου ελληνικού στρατού. Τα διαβήματα όμως που έκαναν για την αναχώρησή τους δεν τελεσφόρησαν γιατί εμφιλοχώρησε η διχόνοια μεταξύ των υπευθύνων αξιωματικών. Ωστόσο, παρέμεινε ακατάβλητος ο πατριωτισμός του Σπυρίδωνα, ο οποίος περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία για να εκπληρώσει τον πόθο του2.

Με την απελευθέρωση ανασυγκροτήθηκε ο ελληνικός στρατός και ο νεαρός τότε Σπυρίδων κλήθηκε να εκτελέσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Ως φλογερός πατριώτης που ήταν ανέλαβε με χαρά τα καθήκοντά του. Παρουσιάστηκε και εκπαιδεύτηκε στο Ναύπλιο και κατετάγη στο πυροβολικό σώμα του στρατού. Η στρατιωτική του θητεία δυστυχώς συνέπεσε με τους χαλεπούς χρόνους του εμφυλίου σπαραγμού. Κατά τις δυσχερείς εκείνες συνθήκες υπηρέτησε την πατρίδα επί σαράντα μήνες, σε διάφορα συντάγματα του πεδινού πυροβολικού και έλαβε μέρος σε επικίνδυνες αποστολές, από τις οποίες σώθηκε με θαυματουργικό τρόπο3.

Ευσεβείς ιερείς μεταξύ των οποίων ο πρώτος του πνευματικός, ο πατήρ Στέφανος Πέππας και ο τότε ιεροκήρυκας της μητροπόλεως Αττικής και Μεγαρίδος Αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος Τσίγκρης (μετέπειτα μητροπολίτης Άρτης), αφού διέγνωσαν τον αγνό του βίο, το υψηλό ήθος και το εκκλησιαστικό του φρόνημα τον συμβούλεψαν να εισέλθει στις τάξεις του κλήρου. Ως τέκνο λοιπόν της υπακοής συγκατάνευσε στο κάλεσμα της Εκκλησίας για να εργαστεί στον αμπελώνα του Κυρίου και να διακονήσει το λαό του Θεού. Η χειροτονία του έγινε στις 14 Μαΐου 1950 στον ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μεγάρων, από τον τότε μητροπολίτη Αττικής και Μεγαρίδος κυρό Ιάκωβο4.

Ως διάκονος παρέμεινε για μια τριετία στην Κηφισιά και συγχρόνως ενεγγράφη ως μαθητής της πρώτης τάξης του εκεί γυμνασίου, υπακούοντας και πάλι στις υποδείξεις των ως άνω ιερέων. Στις 23 Νοεμβρίου 1953 έλαβε το δεύτερο βαθμό της ιεροσύνης στον ίδιο Ναό και διορίσθηκε εφημέριος στο Ναό του Αγίου Δημητρίου και αργότερα στον μητροπολιτικό Ναό των Μεγάρων. Παράλληλα μεταγράφηκε στο Γυμνάσιο των Μεγάρων και έγινε συμμαθητής των οικείων του προσώπων. Λόγω του ήθους και της ιεροπρέπειάς του ενέπνεε το σεβασμό τόσο στους μαθητές όσο και στο Σύλλογο των Καθηγητών. Αληθώς κατέβαλε πολύ κόπο και μόχθο για να ανταποκριθεί ευσυνειδήτως και επιμελώς τόσο στα εφημεριακά του καθήκοντα όσο και στις απαιτήσεις του σχολικού προγράμματος5.

Το ποιμαντικό του έργο στα Μέγαρα ήταν αξιόλογο. Όμως αφού ολοκλήρωσε τις θεολογικές του σπουδές το 1960, ως θαυμαστής της ερήμου που ήταν, αναζήτησε έναν άλλον τρόπο για να συνεχίσει το έργο του και αυτός ο άλλος τρόπος δεν ήταν άλλος από το μοναστικό τρόπο ζωής. Με την υπόδειξή του κατέφθασε στα Μέγαρα ο πατήρ Κύριλλος Μάνθος (ο γνωστός σήμερα Αγιορείτης Γέροντας του Κελλίου Μπουραζέρη) για να συνεχίσει το θεάρεστο έργο του. Υπακούοντας ο πατήρ Δαμασκηνός στον οικείο Ποιμενάρχη και στη σφοδρή επιθυμία του ευσεβούς μεγαρίτικου λαού αναλαμβάνει τότε με τη γνωστή στην τοπική κοινωνία Θεανώ Σάλτα, μιας γνωστής Κατηχήτριας των Μεγάρων, τη σημερινή Καθηγουμένη Μακρίνα, το τιτάνιο έργο της εποχής για την επανίδρυση της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου - Μακρυνού. η δυάδα αυτή των νέων κτιτόρων με την εκλεκτή τους συνοδεία, έχοντας φυσικά και την έξωθεν καλή μαρτυρία, επιτέλεσαν το θεάρεστο έργο6.

Το 1984 ο πατήρ Δαμασκηνός ίδρυσε την ανδρική Μονή της Αγίας Παρασκευής στην οποία ενθρονίστηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1988 και την ποίμανε μέχρι της κοιμήσεώς του. Στις 9 Μαΐου 1990 με πρωτοβουλία του αοιδίμου Πατριάρχη Δημητρίου έλαβε το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτου7.

Υπήρξε ο Κτίτωρ και ο ανακαινιστής της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Μακρυνού και ηγούμενος της Αγίας Παρασκευής Μαζίου, αλλά και πνευματικός πατήρ πολλών γυναικείων μοναστηριών, όπως της Φανερωμένης Σαλαμίνας και άλλων πολλών. Ο μακαριστός γέροντας Δαμασκηνός κατέλιπε τον παρόντα βίο στις 23 Φεβρουαρίου 2001 και την μεθεπομένη ημέρα εψάλλη η εξόδιος Ακολουθία στην ιερά Μονή του Μακρυνού, όπου και ετάφη8.

2. Ο λόγος του μακαριστού γέροντος Δαμασκηνού

Ο μακαριστός γέροντας Δαμασκηνός έγγραφε και ομιλούσε πάντοτε, αλλά και συνεχίζει να γράφει και να ομιλεί για τις ποιμαντικές ανάγκες της Εκκλησίας και για την οικοδομή του μικρού Ποιμνίου του. Ο μακαριστός έγραφε και ομιλούσε πλήρης πίστεως, έμπλεως αγάπης και εχόμενος της ελπίδος. Γράφει περί Θεού αγαπητικώς και ομιλεί παράλληλα περί τούτου ερωτικώς. Γι' αυτό και ενώ τα κείμενά του έχουν άκρως παραδοσιακή συντηρητική μορφή, εν τούτοις μεταφέρουν ζωήρητα ύδατα εκ της πηγής του Αγίου Πνεύματος9.

Ο πολυσέβαστος γέροντας δια του λόγου του αποβαίνει σε σαλπιγκτή τανύφθογγο και κλήτωρ αγαθός της θείας αγάπης. Γι' αυτό το λόγο όποτε μιλούσε συνήθιζε να ξεκινά το λόγο του με την αναφορά στη δημιουργία και την πτώση για να καταλήξει στη θεία αγάπη. Τη θεία αγάπη τη γνώρισε σε νεαρή ηλικία και γι' αυτό ακολούθησε την οδό της μοναχικής αφιερώσεως10.

Ο λόγος του είναι θεολογικός, πατερικός, νηπτικός, ευχαριαστιακός, ερωτικός, εγκωμιαστικός, ρητορικός, κοινωνιολογικός, κατηχητικός και παντού και πάντοτε εκκλησιολογικός. Η εκκλησιολογία διέπει τη σκέψη και την ύπαρξή του γι' αυτό και οι κατηχήσεις του περί Εκκλησίας αναδίδουν το άρωμα της γνησιότητας του εκκλησιαστικού φρονήματος και του φιλοκαλικού απλάστου ήθους. Ο σεβαστός γέροντας με γνώση και επιστήμη επιζητούσε την εν Χριστώ σωτηρία και με φρόνηση και σοφία διδάσκει διακριτικά την αποστολοπαράδοτη εμπειρία της Εκκλησίας, οδηγώντας άπαντας στην Ευχαριστία και τη Μετάνοια11.

3. Το συγγραφικό έργο του γέροντα Δαμασκηνού

α) Λαχτάρα αιωνιότητας

Στο έργο του αυτό ο μακαριστός γέροντας ξεκινά με την αναφορά του στο θείο λόγο του Ευαγγελίου, ο οποίος εξέρχεται από τον άμβωνα της Εκκλησίας και περιέχει ποικίλα σπέρματα αληθείας και θεογνωσίας. η δε μελέτη του θείου λόγου να είναι τρυφή και η τροφή της ζωής μας. Με το ευαγγέλιο γίνεται η αλληλοπεριχώρηση του ημαγμένου Αμνού και της ανθρώπινης ψυχής. Όλοι οι άνθρωποι έχουν κληθεί για να αγιάσουν, να γίνουν ευωδία Χριστού. Σκοπός τους είναι να ανταποκριθούν στην κλήση του Θεού και να γίνουν φως. Με την τήρηση του Ευαγγελίου να γίνουν όλοι λόγος του Θεού12.

Μέσα στην Εκκλησία αρπάζει ο ένας το θείο λόγο και πηγαίνει στις ερήμους για να πραγματώσει το ευαγγέλιο. Κάποιος μπορεί να το μεταφέρει στις διάφορες ηπείρους του πλανήτη ώστε να φωτίσει τους ανθρώπους. Άλλος παίρνει το θείο σπόρο και τον καλλιεργεί μέσα στην κοινωνία ως επίσκοπος, ως ιερέας, ως οικογενειάρχης και κάνει έργο και σπορά του τη σπορά του θείου λόγου. Έτσι και ο ιερέας παίρνει το ευαγγέλιο από την Αγία Τράπεζα και καλείται να δοξάσει το Θεό με την τήρηση των εντολών του13.

Ο μακαριστός γέροντας αναφέρεται ρητά στο θάνατο και τονίζει ότι ο άνθρωπος πρέπει να αναμένει με ευχαρίστηση το θάνατο. Να μην τον αντικρίζει ως μάχαιρα που θα μας κόψει από τη ζωή, αλλά σαν φωτεινή πύλη που θα μας εισαγάγει στην αιωνιότητα. Τόνιζε ο μακαριστός γέροντας ότι ο άνθρωπος πρέπει να κάνει το θάνατο ευχάριστο και να μην τον αντιμετωπίζει με φόβο διότι άπαξ και ο Χριστός σταυρώθηκε και αναστήθηκε καταλύθηκε η ισχύς του θανάτου και σπάστηκαν τα κλείθρα του Άδη. Άνοιξε η θύρα και ελεύθερα πλέον κάθε πιστός μπορεί να εισέλθει στην αιώνια μακαριότητα. Και ρωτά: τι είναι αυτό που θα μας κάνει να επιθυμήσουμε το θάνατο; Και απαντά: η φλόγα της δροσερής αγάπης προς το Θεό που ανάβει τη δίψα της αιώνιας ζωής. Διότι εάν η καρδιά φλέγεται από θείο έρωτα, ο Κύριος θα ανταποκριθεί αμέσως στην αγάπη που θα του προσφέρουν οι άνθρωποι και θα τους χαρίσει την αιώνιο ατένιση της θεϊκής του μορφής14.

Ότι και να κάνει ο άνθρωπος, όσο και αν προσπαθεί και να αγωνιστεί, εάν δεν προσανατολισθεί προς την αιώνιο ζωή και την ανέσπερη βασιλεία, θεωρεί ότι μέσα του δεν θα έχει την πληροφορία της σωτηρίας. Όταν ο άνθρωπος τηρεί τις εντολές, η συνείδησή του είναι αναπαυμένη έναντι του Θεού, αλλά για να επιτύχει την καλλιέργεια της προσδοκίας της αναχωρήσεως του και η δίψα αυτής της στιγμής του θανάτου. Παρατηρεί ο γέροντας πως όταν ο άνθρωπος αναφέρεται ή ακούει τη λέξη θάνατος τον πιάνει φόβος. Τονίζει πως όλοι πρέπει να έχουν δίψα θανάτου και ιδιαίτερα οι μοναχοί, αλλά και κάθε Χριστιανός. Να διψά ο χριστιανός την ώρα της μεταβάσεώς του στα ουράνια σκηνώματα. Αυτή τη δίψα είχαν όλοι οι Άγιοι της Εκκλησίας, αλλά και οι πιστοί στον κόσμο και εργάτες και ιεραπόστολοι με αυτήν τη δίψα του θανάτου πραγματώνουν το θείο λόγο και τελούν τα έργα της πίστεως15.

Με την αγάπη του Θεού ανοίγει ο ορίζοντας της ψυχής αμέσως και ο άνθρωπος γίνεται διάπλατος. Η ύπαρξή του αμέσως ευρύνεται γιατί τείνει προς τον άπειρο Θεό και την αιώνιο ζωή. Αυτόν τον άπειρο Θεό αγάπησαν οι Χριστιανοί και ξεκίνησαν για να τον συναντήσουν16.

β) Το λειτουργικό κήρυγμα

Ο μακαριστός γέροντας Δαμασκηνός φρονούσε πως κάθε σύναξη των πιστών είναι σύναξη λειτουργική. Κατ εξοχήν όμως η σύναξη της θείας ευχαριστίας είναι η τελειοτέρα λατρευτική και μυστηριακή λειτουργική πράξη της Εκκλησίας. Διότι συνηγμένοι οι πιστοί "επί το αυτό" υμνολογούν και λατρεύουν το Θεό συν πάσι τοις αγίοις. η θεία λειτουργία της Ευχαριστίας του Θεού είναι παγκόσμια σύνοδος αγγέλλων και ανθρώπων, επουρανίων και επιγείων πέριξ του θρόνου του Θεού. Είναι μια παναφρόσυνος χριστοκεντρική πανήγυρις17.

Είναι γεγονός αναντίρρητο ότι η ίδια η λειτουργική λατρεία είναι κήρυγμα και θεολογία, αποκάλυψη και σωτηρία. Κατά τη θεία λειτουργία υπάρχει μεγάλη δυνατότητα για εσχατολογικό προσανατολισμό και ελεύθερη καθοδήγηση των πιστών στην οδό της θεογνωσίας και της εν Χριστώ τελειώσεως. Τούτο το έργο υπηρετεί το λειτουργικό κήρυγμα που γίνεται εντός του Ναού και κατά την ώρα της λειτουργικής συνάξεως. Σκοπός του λειτουργικού κηρύγματος είναι η φανέρωση του προσώπου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ως υιού του Θεού και Σωτήρος του κόσμου. Η φανέρωση αυτή γίνεται με τη μύηση στο μυστήριο της αϊδίου οικονομίας, που απλούται από την προαιώνιο θεία βουλή της δημιουργίας του κόσμου μέχρι και την εσχατολογική έκβαση της θείας οικονομίας στη Βασιλεία των Ουρανών. Το μήνυμα αυτό της εν Χριστώ απολυτρώσεως και της χαράς της Βασιλείας του Θεού, πρέπει να είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο θα στρέφεται το λειτουργικό κήρυγμα, το οποίο δεν αφορά μόνο ορισμένα πρόσωπα, αλλά ολόκληρο το σώμα του Χριστού18.

Ο πρακτικός σκοπός του λειτουργικού κηρύγματος είναι η οικοδομή ολόκληρης της Εκκλησιαστικής κοινότητας, η οποία γίνεται με την πλήρη ενότητα πίστεως όλων των μελών, αλλά προϋποθέτει την ορθόδοξη πνευματική μόρφωση εκάστου και την ενσυνείδητη συμμετοχή του στη λειτουργική και εκκλησιαστική ζωή της ενορίας, δηλ. την πλήρη συναρμολόγησή του στο σώμα του Χριστού19.

Ο λόγος του Θεού στην ευχαριστιακή λατρεία καταργεί το χρόνο. Τα πάντα γίνονται ένα αιώνιο παρόν. Η υπέρβαση του χρόνου κατά τη λατρευτική σύναξη καθιστά τα θεία γεγονότα "σημερινά" προσωπικά βιώματα των πιστών, που έχουν ανοίγματα απείρων διαστάσεων και εισάγουν στην αιωνιότητα. Γι' αυτό ο θείος λόγος ήταν ανέκαθεν εναρμονισμένος με τη λατρεία και αποτελεί ένα από τα στοιχεία της. Το ευαγγέλιο κατείχε πρωταρχική θέση στη θεία λατρεία. Στην αρχέγονη Εκκλησία οι συνάξεις για τη θεία λατρεία και την ακρόαση του θείου λόγου ήσαν κοινές. Η δε συμπόρευση λατρείας και κηρύγματος εγκαινιάστηκε και θεσπίστηκε την ημέρα της Πεντηκοστής (Πραξ. 2,42)20.

Το λειτουργικό κήρυγμα κατά τους αποστολικούς χρόνους ήταν η μαρτυρία των Αποστόλων για τον θεάνθρωπο Ιησού Χριστό. Σε κάθε λατρευτική σύναξη οι άγιοι Απόστολοι δια του προφορικού λόγου μαρτυρούσαν και κήρυτταν στο λαό του Θεού όσα είδαν και άκουσαν από τον ίδιο τον Διδάσκαλο και Λυτρωτή. Το κήρυγμά τους περιλάμβανε τις προσωπικές τους αναμνήσεις από το απολυτρωτικό έργο του Χριστού επί της γης, το οποίο και ερμήνευαν σύμφωνα με τις επαγγελίες της παλαιάς Διαθήκης δια των Προφητών περί του Μεσσίου. Το προφορικό λοιπόν κήρυγμα προηγήθηκε της αναγνώσεως των Γραφώ στις λειτουργικές συνάξεις της πρωτογόνου Εκκλησίας. Η ανάγνωση λοιπόν των Γραφών και το λειτουργικό κήρυγμα είναι στοιχεία του αρχικού πυρήνα της θείας Λειτουργίας21.

Κατά τους πρώτους αιώνες το κήρυγμα του θείου λόγου στις λατρευτικές συνάξεις ήταν αποκλειστικό έργο των Αποστόλων και των διαδόχων τους των επισκόπων. Όταν όμως αυξήθηκε η Εκκλησία και δημιουργήθηκαν οι ενορίες, η παράσταση του επισκόπου δεν ήταν δυνατή σε όλες τις συνάξεις και γι' αυτό το λόγο ο επίσκοπος όριζε τους πρεσβυτέρους ως αντιπροσώπους του να τελούν τη θεία ευχαριστία και να κηρύττουν το θείο λόγο, πάντοτε κατόπιν της δικής του αδείας22.

Η πράξη της Εκκλησίας δια μέσου των αιώνων απέδειξε ότι ο καιρός της θείας λατρείας είναι ο πλέον κατάλληλος για τη διδασκαλία του θείου λόγου. Κατά την ώρα αυτή η πιστή ψυχή είναι αφοσιωμένη στο Θεό και ιερουργεί στο μυστικό θυσιαστήριο της καρδιάς ως θυσία ζώσα, έχει δε ανοικτές τις θυρίδες ανοικτές στα ραπίσματα του Αγίου Πνεύματος. Προϋπόθεση δε της κατανοήσεως και βιώσεως του θείου λόγου είναι η συνειδητή ανύψωση των πιστών στον θείο ορίζοντα του Αγίου Πνεύματος. Η ευχαριστιακή λατρεία δεν είναι μονόλογος, αλλά διάλογος αγάπης μεταξύ θεού και πιστών. βέβαια προηγείται η προσευχή της μετανοίας με πνεύμα συντριβής για να καθαριστούν δια των δακρύων τα όμματα και τα ώτα της διανοίας και να θερμανθεί η καρδιά με τη θεία αγάπη για να είναι σε θέση να υποδεχτεί τον θείο λόγο. Όταν η ψυχή ανέλθει δια της ατραπού της αγάπης στη θεία κορυφή και δεχθεί την προσωπική αποκάλυψη με καιομένη καρδία μεταβαίνει στο Θαβώρ για να ζήσει την θεία Αποκάλυψη και λαμπρότητα στο μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως. Εκεί προσφέρει τους ευχαριστιακούς και δοξολογικούς θησαυρούς της καρδίας της και δέχεται την θεία αποκάλυψη δια των ενεργειών της θείας χάριτος23.

Το λειτουργικό κήρυγμα έχει μυστηριακό χαρακτήρα διότι είναι η διακήρυξη του ευαγγελικού μηνύματος με την Εκκλησιαστική αυθεντία κατά την ώρα της λατρείας. Γι' αυτό και πρέπει να γίνεται αμέσως μετά την ανάγνωση του ιερού Ευαγγελίου και από την ίδια θέση. Να είναι συνοπτικό και να τονίζει το ιδιαίτερο μήνυμα της ημέρας και του ευαγγελικού αναγνώσματος. Και αυτό διότι η ανάγνωση των αναγνωσμάτων δημιουργεί το ανάλογο κλίμα και η ψυχή δέχεται τη θεία σπορά και βλασταίνει ο θείος σπόρος. Η θεία λειτουργία δεν είναι μόνο ο καταλληλότερος χρόνος, αλλά και ο χώρος για το θείο κήρυγμα. Ο τόπος όπου τελείται η θεία ευχαριστία, ο ιερός δηλ. Ναός, προσφέρει την προσιδιάζουσα ατμόσφαιρα τόσο για την έμπνευση του ιεροκήρυκα όσο και για την έξαρση του περιεστώτος λαού. Η όλη λατρευτική ατμόσφαιρα, που τονίζεται από την ιεροπρέπεια του Ναού μεταφέρει τους πιστούς στο άνω θυσιαστήριο24.

Το λειτουργικό κήρυγμα πρέπει να αποβλέπει προς τη μύηση των πιστών στις μυστικές πτυχές του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας. Προς τούτο είναι απαραίτητη η εμβάθυνση στον απύθμαντο βυθό του μυστηρίου της θείας οικονομίας, της προαιωνίου βουλής της Αγίας Τριάδας. Ο ιεροκήρυκας καλείται να βοηθήσει τους πιστούς στην αναδίφηση της απορρήτου θείας αγάπης που δημιούργησε τον κόσμο και ιδιαίτερα τον άνθρωπο για να τον καταστήσει μέτοχο της ακτίστου θείας δόξας και ζωής25.

Το λειτουργικό κήρυγμα δεν πρέπει να διαστρεβλώνεται, αλλά να παραμένει καθοδήγηση μυστηριακή. Σκοπός της χριστιανικής ζωής είναι η εν Αγίω Πνεύματι ένωση του ανθρώπου με το Θεό και τούτο κατορθούται μυστηριακώς δια της αγάπης και της θείας Χάριτος. Η θεία ευχαριστία είναι υπερφυσικό μυστήριο με εσχατολογικό χαρακτήρα και εκβάλλει στην αιωνιότητα ως εικόνα της Βασιλείας του Θεού, ως παγκόσμια σύνοδος ουρανίων και επιγείων είναι έκφραση της Εκκλησίας. η δια πίστεως βίωση του Ευχαριστηριακού μυστηρίου και η εσχατολογική αναμονή της ερχομένης βασιλείας πρέπει να αποτελεί τον στόχο του θείου κηρύγματος26.

γ) Η πνευματικότητα του ιερωμένου

Σε αυτό το φλέγον ζήτημα ο μακαριστός γέροντας Δαμασκηνός φρονούσε ανοικτά πως η όλη πορεία του ιερέως είναι κυρίως πνευματική. Γι' αυτό το λόγο η ζωή και η προσωπικότητα του ιερέως πρέπει να χαρακτηρίζεται από μια πνευματική ακτινοβολία, η οποία εκπέμπεται προς το ποίμνιό του και θα κάνει αισθητή την παρουσία του Αγίου Πνεύματος σε αυτόν. Ο ιερέας βρίσκεται στον κόσμο ως τύπος Χριστού και οφείλει προ παντός να μηνύει τη βασιλεία του Θεού στην Εκκλησία. Δεν είναι ένας από τους κοινούς θνητούς ανθρώπους. Αφ' ης στιγμής δια της των χειρών του επισκόπου επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος λάβει το μέγα της ιερωσύνης χάρισμα, αποχωρίζεται εκ του κόσμου, διαρρηγνύεται κάθε γήινο σύνδεσμο και αφορίζεται "εις ευαγγέλιο Θεού"27.

Ο κληρικός, ο οποίος επιθυμεί ως οφείλει να είναι τύπος Χριστού, πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι η κληρονομία του έργου εξαρτάται εξ ολοκλήρου από την ποιότητα της εσωτερικής του ζωής. Τότε μόνο δύναται να επηρεάσει τους ακροατές του ο ιερέας όταν ο ίδιος είναι γνώμων των όσων διδάσκει. Τότε ασφαλώς θα είναι το άλας της γης και το φως του κόσμου, όταν θα παιδαγωγεί προ παντός εαυτόν, δουλαγογώντας κάθε άτακτη επιθυμία και κακή συνήθεια και καθιστώντας τον εαυτό του παράδειγμα αρετής. Ο ιερέας καλείται να ζει στον κόσμο ως δέκτης και προβολέας της Χάριτος του Θεού, την οποία αποκτά δια μυστικής εμπειρίας. Όταν ο ίδιος γίνει φως, τότε αυτομάτως θα φωτίζει και δια της απλής παρουσίας του28.

Ο λειτουργός του Υψίστου Θεού πρέπει να είναι κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Αν προορισμός του κάθε ανθρώπου είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος, πολλώ μάλλον αυτό θα ισχύει για τον μύστη της οικονομίας του Θεού. Θεμέλιο όλων των αρετών του ποιμένος είναι η πίστη, η μητέρα και η θυγατέρα της θείας γνώσεως. Η πίστη η οποία δεν είναι μια απλή αποδοχή της υπάρξεως του Θεού και των δογμάτων της Χριστιανικής θρησκείας, αλλά η καλλιέργεια της προσωπικής σχέσεως και κοινωνίας με τον αποκαλυπτόμενο Τριαδικό Θεό. Είναι μια βαθύτατη πνευματική εμπειρία, μια κατάφαση στη σωτηριώδη αποκάλυψη, η οποία πραγματοποιήθηκε εν Χριστώ και διατηρείται εν Αγίω Πνεύματι εντός της Εκκλησίας. Η πίστη αυτή εκδηλώνεται ως εμπιστοσύνη στο Θεού. Καρπός της πίστεως είναι ο θείος φόβος, ο οποίος συστέλλει την ψυχή από κάθε αμαρτία και καθαρίζει δια της μετανοίας, οδηγεί στον τέλειο φόβο, ο οποίος εκδηλώνεται ως άκρα αγάπη και αφοσίωση προς το Θεό. Απόρροια του θείου φόβου είναι η ευλάβεια, η οποία διέπει τη συμπεριφορά του ιερέως, ενώ απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση του Αγίου Πνεύματος είναι η αρετή της ταπείνωσης. Σύνδρομος της ταπείνωσης είναι η πραότητα και γέννημα της πίστεως και της ταπείνωσης είναι η υπακοή προς το Θεό και την Εκκλησία. Ο ιερέας υπακούει στο σωτηριώδες θέλημα του Θεού, το οποίο αποτελεί γι αυτόν πυξίδα βίου προς θεοκοινωνία. Έχοντας τις εντολές του Χριστού και τηρώντας αυτές εκδηλώνει την αγάπη του προς το Θεό και αγαπάται από Εκείνον29.

Η εκ πίστεως υπακοή ασκείται με ελευθερία και έτσι διαφέρει από τη δουλεία και ανάγεται σε έκφραση αγάπης. Απότιση της υπακοής στο Θεό είναι η ίδια υπακοή στον επίσκοπος, ο οποίος ως κεντρικός αγωγός της χάριτος του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία είναι εικόνα του Κυρίου επί της γης. Μέσω της υπακοής ο ιερέας δέχεται εν εαυτώ νέα ζωή. η καρδιά του πλατύνεται, ο νους εμπλουτίζεται και όλος ο άνθρωπος αποκτά ικανότητα βαθυτέρας αποδοχής του θείου θελήματος και εξομοιώνεται προς τον Δεσπότη Χριστό. η αρετή της υπακοής ενώ φαίνεται πρακτική αρετή, εν τούτοις εμπερικλείει εν εαυτή απροσμέτρητο βάθος θεολογίας. Η υπακοή, δια της εκκοπής του ιδίου θελήματος, προειδοποιεί την κορωνίδα των αρετών, την αγάπη. όταν ο κληρικός εντείνει την προσοχή του για να αντιληφθεί τη θέληση του άλλου και την πραγματοποιήσει, οπωσδήποτε θύει την ψυχή του υπέρ των φίλων διότι κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η εκκοπή του θελήματος είναι αιματεκχυσία30.

Η αγάπη είναι το γνώρισμα των μαθητών του Χριστού, των φίλων Αυτού. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει μαθητής του Χριστού και δη ιερωμένος, ο οποίος να μην αγαπά Χριστοειδώς τον αδελφό του. Είναι απαραίτητη προϋπόθεση η αγαπητική διάθεση των συνεφημερίων στην καρποφορία του έργου τους στην ενορία. Όπως στην οικογένεια στο σύνδεσμο των γονέων προσβλέπουν τα τέκνα για να ζουν αρμονικά, έτσι και το ποίμνιο έχει ανάγκη πληροφορίας της αγάπης των ποιμένων του για να κατακολουθεί αυτούς στη Χριστοκοινωνία31.

Η Θεία Λειτουργία, η οποία είναι και η ολοκλήρωση της κοινωνίας του Θεού με τον άνθρωπο και του ανθρώπου με το Θεό, δεν είναι δυνατόν να γίνεται ρουτίνα και να είναι μια καθημερινή τυπική εκπλήρωση του καθήκοντος στην ιερατική ζωή. Είναι αδιανόητο να μεταβαίνει ο ιερέας να λειτουργεί με παγωμένη καρδιά και πνευματική χαλαρότητα, όπως μεταβαίνει ένας υπάλληλος στην τυποποιημένη υπηρεσία του. Η λειτουργία είναι ανάβαση στο όρος Σινά προς θεία συνομιλία και μετοχή στη δόξα του Θεού στο Θαβώριον όρος. Είναι η παρουσία στο Μυστικό Δείπνο και παράσταση στον Γολγοθά32.

δ) Το παλαιοημερολογίτικο σχίσμα

Ο μακαριστός γέροντας Δαμασκηνός ως προς το παλαιοημερολογίτικο ζήτημα σχολίαζε πως το σχίσμα αυτό κατεφέρθη ως πλήγμα στο σώμα του Χριστού και συνεχίζει να ταλαιπωρεί την Εκκλησία για πολλά χρόνια με το να προκαλεί νέα σκάνδαλα και να δημιουργεί άλυτα προβλήματα, τα οποία οδηγούν σε αδιέξοδο. Παρότι οι λεγόμενοι "παλαιοημερογίτες" αποτελούν αμελητέα ποσότητα εν τούτοις το πρόβλημα είναι σοβαρό εφόσον έχουν αποκόψει τους εαυτούς τους από το σώμα του Χριστού. Αν και έχουν την συνείδησή τους αναπαυμένη, λόγω του θερμού ζηλωτισμού τους, εν τούτοις εκ των πραγμάτων είναι ήδη απονεκρωθέντα μέλη της Εκκλησίας που ριψοκινδυνεύουν ακόμα και τη σωτηρία τους διότι εφόσον κάποιος είναι εκτός Εκκλησίας δεν μπορεί να σωθεί. Εδώ είναι που καλούνται οι ποιμένες να αντιμετωπίσουν με δέος την απόσχιση έστω και ενός μέλους της Εκκλησίας και ειδικά όταν αυτή οφείλεται σε λόγους αμάθειας ή ημιμάθειας ή έστω και εμπάθειας. Γι' αυτό το λόγο λοιπόν είναι ανάγκη να καταπολεμηθεί η αμάθεια και να διαφωτιστεί ο απλός λαός του Θεού για να μη γίνεται θύμα εκμετάλλευσης με απρόβλεπτες επιπτώσεις ακόμα και στη σωτηρία τους33.

Στο λόγο του ο μακαριστός π. Δαμασκηνός αναφέρεται γενικά περί των ημερολογίων για να μπορέσει να καταστήσει κατανοητό καθώς και το γεγονός οτι η Εκκλησία αρχικά υιοθέτησε το Ιουλιανό ημερολόγιο, το οποίο ναι μεν είχε εκκλησιαστικό χαρακτήρα δεν αποτελούσε όμως δογματισμό της Εκκλησίας, οι οποίες έχουν την ελευθερία να διαμορφώνουν το εορτολόγιό τους ανάλογα προς την ροπή των πραγμάτων της κάθε μιας. Κατά τον αυτόν τρόπο εορτάζεται και το Άγιο Πάσχα, το οποίο κατ αρχάς ήταν κινητή εορτή αν και είχε αρχίσει να επικρατεί η ορθή θέση ότι πρέπει να εορτάζεται κατά Κυριακή ημέρα34.

Το ζήτημα το καθόρισε η Α' Οικουμενική Σύνοδος με συγκεκριμένους όρους, οι οποίοι δεν αφορούσαν καθόλου στον ημερολογιακό προσδιορισμό του, αλλά στον ταυτόχρονο από όλους τους Χριστιανούς εορτασμό35.

Ο μακαριστός γέροντας διατρανώνει ρητά πως το ημερολόγιο δεν είναι παράδοση ούτε αποστολική, ούτε δογματική. Το εορτολόγιο είναι παράδοση είναι παράδοση εκκλησιαστική που σημαίνει ότι η Εκκλησία έχει το δικαίωμα ή να κρατήσει το ημερολόγιο ή να το απορρίψει ή ακόμα και να το αθετήσει. Μπορεί δε και ανάλογα με τις ποιμαντικές της ανάγκες να το τροποποιήσει. Το εορτολόγιο είναι αυτό, το οποίο χωρίς απόλυτη ανάγκη δεν πρέπει να ελαττώνεται. Εν τούτοις είναι μια παράδοση εκκλησιαστική, ενώ το σχίσμα είναι το φοβερότερο αμάρτημα και δεν συγχωρείται ούτε με το μαρτύριο36.

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα. Ποιά είναι η θέση των Παλαιοημερολογιτών στην Εκκλησία; Είναι σχισματικοί; Η απάντηση είναι ότι η Εκκλησία δεν πήρε απόφαση να τους αποκόψει και να τους κηρύξει σχισματικούς, φερόμενη φιλανθρώπως, ότι ως απείθαρχα τέκνα της Εκκλησίας όπου ευρίσκονται, κάποτε θα συνέλθουν και ας μην κηρυχτούν από αυτήν σχισματικοί. Οι παλαιοημερολογίτες λοιπόν είναι σχισματικοί διότι έχουν αποκοπεί από τη δικαιοδοσία και τη διοίκηση της Εκκλησίας και εδώ βρίσκεται η διαφορά με τους παλαιοημερολογίτες όλου του κόσμου, όπως τα πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Ρωσίας κλπ., οι οποίοι ναι μεν είναι παλαιοημερολογίτες, αλλά εντός Εκκλησίας, ενώ οι δικοί μας παλαιοημερολογίτες είναι εκτός Εκκλησίας επειδή επαναστάτησαν κατά της τοπικής Εκκλησίας. Οι παλαιοημερολογίτες της Ελλάδας είναι κανονικώς μετέωροι και ουδεμία Εκκλησία τους αναγνωρίζει37.

ε) Η επί της οικογενείας ποιμαντική

Ο μακαριστός γέροντας Δαμασκηνός παρατηρεί πως επί των ημερών του ο θεσμός της οικογένειας πλήττεται πανταχόθεν από ιδιαίτερη σφοδρότητα, από διάφορους παράγοντες οι οποίοι ως σκοπό έχουν να καταρακώσουν και να εκθεμελιώσουν το θεσμό αυτό και αν είναι δυνατόν να τον διαλύσουν. Η πολεμική αυτή τακτική των επιβουλών της οικογένειας αποβλέπει κυρίως στην ανατροπή της θεανθρωπικής βάσης του οικογενειακού θεσμού, με τη διασπορά νέων αντιλήψεων περί οικογένειας, απαλλαγμένης από θρησκευτικά και ηθικά ερείσματα που διέπονται από αντίθεες ατομικιστικές ιδέες της κακώς νοουμένης απελευθερώσεως του ανθρώπου38.

Έτσι λοιπόν η ιερότητα του γάμου, ως μυστηρίου αγάπης και εν Χριστώ ενώσεως αμφισβητείται, η αποκλειστικότητα της σχέσεως των συζύγων στο γάμο περιϋβρίζεται και περιγελάται ως αναχρονιστική, σκοταδιστική και απάδουσα στον απελεύθερο σύγχρονο άνθρωπο. Αντίθετα εκθειάζονται οι ανήθικες εξωγαμικές σχέσεις των δυο φύλων, πριν και μετά το γάμο και προβάλλονται ως φυσιολογικά ιδεώδη αγάπης και ελευθερίας39.

Σε αυτόν τον ακατάσχετο χείμαρρο του κακού η Εκκλησία πρέπει και έχει τη δύναμη να αντιταχθεί. Ο ποιμένας καλείται να αναχαιτίσει το κακό, προβάλλοντας την πνευματική του πατρική αγάπη ως προπύργιο της πολεμούμενης από τα καταιγιστικά και διαβρωτικά πυρά των σκοτεινών δυνάμεων της οικογένειας. Ο ποιμένας έχει πολλούς τρόπους να αντιμετωπίσει αυτό το ζήτημα. Η ποιμαντική όμως της οικογένειας ερείδεται επί της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως. Πρέπει δε να ασκείται βάσει των ιερών κανόνων και της Πατερικής σοφίας και γενικά να διέπεται από το ορθόδοξο πνεύμα της Ανατολικής Εκκλησίας. Στους ιερούς δε κανόνες είναι συγκεντρωμένη όλη η θεολογία και η ποιμαντική πείρα της Εκκλησίας και ο ποιμένας οφείλει να πηδαλιουχεί την οικογένεια βάσει του Πηδαλίου. Οι ιεροί κανόνες έχουν αιώνιο κύρος και ισχύουν σε όλες τις εποχές χωρίς διαφοροποιήσεις. Το ποιμαντικό έργο του ιερέως αφορά όλα τα μέλη της οικογένειας. Η φροντίδα και η αγάπη του ποιμένα ξεκινά από το βρέφος, το οποίο εισάγεται δια του αγίου Βαπτίσματος στο σώμα του Χριστού, δηλ. την Εκκλησία, και εκτείνεται ως τον υπέργηρο άνθρωπο, τον οποίο συνοδεύει με αγάπη στη θριαμβεύουσα Εκκλησία40.

Ο ποιμένας είναι εκείνος που χειραγωγεί τους νέους, που ετοιμάζονται δια την σύμπτυξη της "κατ΄ οίκον Εκκλησίας", σε αυτόν τον παράδεισο της Εδέμ κατά τον καιρό της δημιουργίας του ανθρώπου. Σε εκείνον τον κήπο ο ίδιος ποιμένας θα μυσταγωγήσει τους μελλόνυμφους και θα αποκαλύψει σε αυτούς την εκστατική αγάπη του Θεού προς τους πρωτοπλάστους και γενικώς προς τον άνθρωπο. Πρέπει να γνωρίζουν οι χριστιανοί ότι ο απώτατος σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπου και όλου του κόσμου είναι η δια της ενώσεως θέωση αυτού και ότι αυτή την ύψιστη αποστολή ανέθεσε ο Θεός στο πρώτο ζεύγος των ανθρώπων41.

Η οικογένεια, ο θεόσδοτος αυτός καρπός του γάμου, είναι μικρά Εκκλησία, είναι πρωταρχικός πυρήνας τόσο της Εκκλησίας, όσο και της κοινωνίας των εθνών. Είναι μια ιερά Χριστοκεντρική κοινότητα, στην οποία βασιλεύει η Αγάπη, ο Θεός και από την οποία έχει εξοβελιστεί κάθε δαιμονική ατομικότητα και εγωκεντρισμός. Οι σύζυγοι οφείλουν να γνωρίζουν ότι δεν υφίσταται αγάπη μεταξύ ανθρώπων χωρίς το Θεό και αυτό επειδή "ο Θεός αγάπη εστίν". Μόνο όταν αγαπά κανείς το Θεό είναι σε θέση να αγαπά και τον συνάνθρωπο, αγαπά και το Θεό. Η αγάπη είναι απόδειξη προς την θεανθρώπινη κοινωνία και ένωση, είναι ο σύνδεσμος της τελειότητας. Ασφαλώς όχι η εγωκεντρική αγάπη που υποδουλώνει τον άνθρωπο στο σαρκικό νόμο, αλλά η αγάπη ως κένωση, αυταπάρνηση, υπέρβαση του εγώ και εν Χριστώ ελευθερία. Τέτοια αγάπη ολοκληρώνει τον άνθρωπο και τον φέρνει στην τελειότητα. Όταν η αγάπη των συζύγων έχει τον Θεό ως αίτιο τότε είναι ανιδιοτελής. Είναι η χαρισματική τέλεια αγάπη, που παρέχεται από το Θεό στον άνθρωπο και επιστρέφει πάλι δια του ανθρώπου στο Θεό. Σε αυτή τη διπλή αγάπη υπάρχει σωτηρία42.

Ο ποιμένας γνωρίζει ότι η παιδοποιΐα δεν είναι ο πρώτιστος σκοπός του γάμου, αλλά έμμεσος σκοπός του. ο πρώτιστος σκοπός είναι η δια της ενώσεως τελειοποίηση και θέωση των ανθρώπων. Όταν η τεκνογονία δεν οδηγεί στην ενότητα και την πνευματική δημιουργία της εν σωφροσύνη αγάπης των συζύγων, τότε δεν βοηθά στο σκοπό του γάμου. Και αυτό είναι το κρίσιμο σημείο που ο ποιμένας πρέπει να χειρίζεται με μεγάλη πνευματική δεξιοτεχνία. Το θέμα είναι αμφίκρηνο. Από τη μια δεν πρέπει να καταπατηθεί ο θείος νόμος της τεκνογονίας και από την άλλη να μη διαρραγεί η συζυγική ενότητα και η δι αυτής τελείωση και θέωση των συζύγων. Και εδώ είναι που ο ποιμένας θα εξαγγείλει το θέλημα του Θεού και θα προσπαθήσει να ενισχύει την πίστη των γονέων για να είναι σε θέση να πραγματώνουν το θείο θέλημα43.

Ιδιαίτερη φροντίδα πρέπει να έχει ο ποιμένας τόσο για την πνευματική καλλιέργεια των παιδιών, η οποία θα ξεκινά όταν αυτά θα είναι πολύ μικρά. Οι γονείς θα πρέπει να γνωρίζουν ότι ο χαρακτήρας του ανθρώπου σχηματίζεται στα τρία πρώτα χρόνια της ζωής του ως παιδί. Γι' αυτό και η χριστιανική μητέρα θα μεταβιβάζει στην τρυφερή καρδιά των παιδιών της τα θεία βιώματά της και θα εμφυτεύει σε αυτά τις αγίες καταβολές της πίστεως και των αρετών. Οι γονείς πρέπει να παροτρύνονται ώστε να βαπτίζουν τα τέκνα τους όσο το δυνατόν νωρίτερα για να γεννώνται αυτά πνευματικά και να τρέφονται από τη χάρη των μυστηρίων44.

Παράλληλα ο ποιμένας πρέπει να βοηθήσει και τον πατέρα στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών. η μορφή του πατέρα στην οικογένεια εικονίζει τον Πατέρα Θεό και η πατρική του αγάπη προς τα τέκνα παίζει τον βασικότερο ρόλο γι' αυτά στην αποδοχή της θεϊκής πατρικής αγάπης. Η αρνητική εικόνα του πατέρα στην οικογένεια έχει συντριπτικές επιπτώσεις στην ψυχή του παιδιού και καταστρέφει τη θεία εικόνα της αγάπης του Θεού και Πατρός. Γι' αυτό το λόγο η διαπαιδαγώγηση των παιδιών από τον πατέρα θα έχει γνώμονα τη θεϊκή αγάπη και η αυστηρότητα θα διέπεται από τη συγχωρητικότητα και το έλεος45.

στ) Η καταγωγή του ανθρώπου

Κατά τον μακαριστό γέροντα Δαμασκηνό τον άνθρωπο θα τον ωφελήσει πάρα πολύ αν λάβει γνώση της καταγωγής του, δηλ. από ποιόν πλάσθηκε και από που κατάγεται ολόκληρο το ανθρώπινο γένος και σε ποιά κατάσταση ορίστηκε εξ αρχής για να ζήσει και δυστυχώς σε ποιά κατάσταση κατάντησε να ζει και θα ζει μέχρι της συντελείας του αιώνος. Προτρέπει ο γέροντας να μελετηθεί η Αγία Γραφή, η οποία είναι μοναδική πηγή της αλήθειας, ως αποκεκαλυμένη αλήθεια για να γίνει κατανοητή η διαφορά της δημιουργίας των κτισμάτων απάντων και της διαπλάσεως του ανθρώπου. πόση τιμή προσέδωσε ο Θεός στον άνθρωπο στο πρόσωπο του γενάρχου Αδάμ με το να πει προς εκείνον τους λόγους "ποιήσωμεν άνθρωπον κατ εικόνα ημετέρα και ομοίωσιν". Το "κατ εικόνα" δηλώνει την εικόνα της εξουσίας και το "καθ΄ ομοίωσιν" δηλώνει τη δυνατότητα του ανθρώπου να εξομοιωθεί προς το Θεό, δηλ. να μοιάσει προς Αυτόν και να φθάσει στην τελειότητα όπως προτρέπει ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός46.

Η εξάρτηση του ανθρώπου από το Θεό είναι έμφυτη και το θεοφύτευτο τούτο συναίσθημα δεν μπορεί κανένας να το ξεριζώσει από την ψυχή του ανθρώπου. Εκ των ζωικών υπάρξεων μόνο ο άνθρωπος ως λογικό ον έχει θρησκεία και πιστεύει σε ένα ον υπέρτερο, που μπορεί να επιδράσει στην ψυχή του στην ψυχή του και να κυβερνήσει τη ζωή του. Στην ψυχή του κάθε ανθρώπου υπάρχει πεφυτευμένο θεόθεν το λογικό και το αθάνατο και ο άνθρωπος είναι πλασμένος για άπειρη και αιώνια ευδαιμονία, μεταξύ δε όλων των ζωικών υπάρξεων μόνο ο πιστός άνθρωπος μπορεί να κλείσει ήρεμα τους οφθαλμούς δεχόμενος ατάραχος το θάνατο με στερεά ελπίδα ότι ο τάφος δεν θα συγκαλύψει ολόκληρη την ύπαρξή του, αλλά πως αναμένει άλλη ζωή μακαριότερη και αιώνια47.

Το θείο εφύσημα δημιουργεί στον άνθρωπο αθάνατη και νοερή ψυχή και αυτό διότι ο Θεός πλάθει τον άνθρωπο εκ του σύνεγγυς και εμφυσά στο πρόσωπο αυτού πνοή ζωής με ιδιαίτερη θαλπωρή και τρυφερή αγάπη φέρει στη ζωή το τελειότερο πλάσμα Του, την κατά χάρη και κατά το δυνατόν ομοίωμα Αυτού καθόσον απαράλλακτη εικόνα του Θεού και Πατρός, που δεικνύει εν εαυτή ολόκληρη τη δόξα και την τελειότητα του Πατρός, δηλ. εικόνα που έχει μια και την αυτή φύση προς το Θεό είναι μόνο ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο ενανθρωπήσας και την ανθρώπινη ενδυθείς φύση Ιησούς Χριστός48.

ζ) Λόγος εσθιόμενος

Ως λόγος εσθιόμενος τιτλοφορείται το δίτομο έργο που εξέδωσε η Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Μακρυνού, το οποίο περιέχει μέρος από τις σπουδαιότατες ομιλίες του μακαριστού γέροντος. Οι ομιλίες αυτές είναι οι ακόλουθες:

Α) Εόρτιες Ομιλίες: α) στην Κυριακή της Χαναναίας (16-2-1986), β) στην Κυριακή του Ασώτου (9-3-1986), γ) στην Κυριακή της Συγκύπτουσας (7-12-1986, δ) στην Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου (8-2-1986), ε) στην Κυριακή της Σαμαρείτιδος (17-5-1987), στ) στην εορτή της Αναλήψεως (28-5-1987), ζ) στην Κυριακή της Πεντηκοστής (7-6-1987), η) στην Κυριακή μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού (20-91987) και θ) στην Α΄ Κυριακή του Λουκά (27-9-1987). Β) Ομιλίαι επί του όρους: α) Απόλαυσις θεία (6-10-1987), β) Εαν είμεθα μυστικοί λάτρες του Θεού στην παρούσα ζωή, θα είμεθα και μετά θάνατον (Νοέμβριος 1987), γ) χαρά Θεού (4-12-1987), δ) να πέσουμε στη θάλασσα των αγίων (6-3-1988), ε) πως θα ζήσουμε μέσα στη χάρη του θείου έρωτος (16-6-1988), στ) Τον σκέπτομαι και ευφραίνεται η ψυχή μου (23-6-1988), ζ) αποφατική θεολογία - Θείον Θυσιαστήριον (27-6-1988), η) βαθειά ανοίγματα (3-7-1988) και θ) να πηδήσωμε στον άλλον κόσμο (8-9-1988)49.

Α) Ομιλίαι εόρτιοι: α) Ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε (2-9-1984), β) Κυριακή της Συγκυπτούσης (8-12-1985), γ) Κεκλημένοι εις Δείπνον (15-12-1985), δ) Χριστούγεννα 1985 (25-12-1985), ε) πως θα πέσωμε στη σφαίρα της αιωνιότητος (2-2-1986), στ) η παραβολή των ταλάντων (9-2-1986), ζ) Κυριακή του ασώτου (15-2-1987), η) Κυριακή του Παραλύτου (10-5-1987), θ) Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος (8-6-1987)και ι) Κυριακή της Απόκρεω (14-2-1988). Β) Ομιλίαι επί του όρους: α) το ωραίο ταξίδι (1-7-1984), β) εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως (19-8-1984), γ) να διψάμε την ώρα της μεταβάσεώς μας εις τον ουρανό (23-8-1984), δ) περί θείας κατανύξεως (24-8-1984), ε) τι ωραίο περιβόλι θα γίνει το μοναστήρι μας (21-7-1985), στ) πως θα ζήσωμε την ειρήνη όλοι μαζί (16-8-1985), ζ) βοηθός και σπεπαστής (24-2-1986), και η) Χριστοείδεια - Θεοείδια (11-1-1987)50

Βιβλιογραφία

Αρχιμανδρίτου Δαμασκηνού (Καθηγουμένου του εν Μεγάροις Ιερού Κοινοβίου της Αγίας Παρασκευής), Ωδή υπερ του Αγαπητού, Εκδόσεις Ευεργέτιδος, Ιερά Ανδρώα Κοινοβιακή Μονή Αγίας Παρασκευής Μαζίου, εν Μεγάροις 1998.

Δαμασκηνού Κατρακούλη (Αρχιμανδρίτου), Η Καταγωγή του Ανθρώπου, (χωρίς έτος και σελίδα).

Δαμασκηνού Κατρακούλη (Αρχιμανδρίτου), Η επί της Οικογένειας Ποιμαντική, Έκδοσις Ι. Μονής Αγ. Ιωάννου Μακρυνού, Μέγαρα 1997.

Δαμασκηνού Κατρακούλη (Αρχιμανδρίτου), Η Πνευματικότης του Ιερωμένου, Αθήναι 1986.

Δαμασκηνού Κατρακούλη (Αρχιμανδρίτου Ιεροκήρυκος), Το Παλαιοημερολογίτικο Σχίσμα, Εν Μεγάροις 1989.

Δαμασκηνού Κατρακούλη (Αρχιμανδρίτου), Η Πνευματικότης του Ιερωμένου, Αθήναι 1986.

Δαμασκηνού Ιερομονάχου, Το Λειτουργικό Κήρυγμα, Έκδοσις Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου Μακρυνού, (χωρίς έτος).

Δαμασκηνού Ιερομονάχου, Το Λειτουργικό Κήρυγμα, Έκδοσις Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου Μακρυνού,(χωρίς έτος).

Δαμασκηνού Κατρακούλη (Αρχιμανδρίτου), Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη", (χωρίς έτος).

Δαμασκηνού Κατρακούλη (αρχιμανδρίτου) Λόγος Εσθιόμενος Α', Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Μακρυνού Μέγαρα 2018.

Δαμασκηνού Κατρακούλη (αρχιμανδρίτου) Λόγος Εσθιόμενος Β', Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Μακρυνού Μέγαρα 2019.

Ημερολόγιο Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης και Τυρνάβου, έτος 2008.

Ο Πατήρ Δαμασκηνός, Έκδοσις Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Μακρυνού, Μέγαρα 2006.

Ορφανού Ευαγ. Αλεξίου, "Μνήμη του Πανοιολογιοτάτου Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου και Γέροντος ημών πατρός Δαμασκηνού Κατρακούλη", Μέγαρα (χωρίς έτος).

Υιικόν Όφλημα τω Αρχιμανδρίτη Δαμασκηνώ Κατρακούλη, Εκδόσεις Ευεργέτιδος, Ιερά Ανδρώα Κοινοβιακή Μονή Αγ. Παρασκευής Μαζίου, εν Μεγάροις 2002.

1 Ημερολόγιο Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης και Τυρνάβου, έτος 2008, (χωρίς σελίδα).

2 Ο Πατήρ Δαμασκηνός, Έκδοσις Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Μακρυνού, Μέγαρα 2006, σ. 51.

3 Όπως παραπάνω, σ. 61.

4 Αλεξίου Ευαγ. Ορφανού, "Μνήμη του Πανοιολογιοτάτου Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου και Γέροντος ημών πατρός Δαμασκηνού Κατρακούλη", Μεγαρα (χωρίς έτος), σ. 5.

5 Όπως παραπάνω, σ. 6.

6 Όπως παραπάνω, σσ. 7-8.

7 σ. 8.

8 Υιικόν Όφλημα τω Αρχιμανδρίτη Δαμασκηνώ Κατρακούλη, Εκδόσεις Ευεργέτιδος, Ιερά Ανδρώα Κοινοβιακή Μονή Αγ. Παρασκευής Μαζίου, εν Μεγάροις 2002, σσ. 25-26.

9 Αρχιμανδρίτου Δαμασκηνού (Καθηγουμένου του εν Μεγάροις Ιερού Κοινοβίου της Αγίας Παρασκευής), Ωδή υπερ του Αγαπητού, Εκδόσεις Ευεργέτιδος, Ιερά Ανδρώα Κοινοβιακή Μονή Αγίας Παρασκευής Μαζίου, εν Μεγάροις 1998, σσ. 15-16.

10 Όπως παραπάνω, σ. 19.

11 Όπως παραπάνω, σσ. 20-21.

12 Δαμασκηνού Κατρακούλη (Αρχιμανδρίτου), Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη", (χωρίς έτος), σσ. 1-2.

13 Όπως παραπάνω, σ. 2.

14 Όπως παραπάνω, σσ. 3-4.

15 Δαμασκηνού Κατρακούλη (Αρχιμανδρίτου), Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη", (χωρίς έτος), σσ. 7-8.

16 Όπως παραπάνω,., σ. 9.

17 Δαμασκηνού Ιερομονάχου, Το Λειτουργικό Κήρυγμα, Έκδοσις Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου Μακρυνού,(χωρίς έτος), σ. 3.

18 Όπως παραπάνω, σ. 4.

19 Δαμασκηνού Ιερομονάχου, Το Λειτουργικό Κήρυγμα, Έκδοσις Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου Μακρυνού, (χωρίς έτος), σσ. 4-5.

20 Όπως παραπάνω, σ. 5.

21 Όπως παραπάνω, σσ. 5-6.

22 Όπως παραπάνω, σ. 6.

23 Δαμασκηνού Ιερομονάχου, Το Λειτουργικό Κήρυγμα, Έκδοσις Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου Μακρυνού, (χωρίς έτος), σσ. 6-7.

24 Όπως παραπάνω, σ. 9.

25 Όπως παραπάνω, σ. 13.

26 Δαμασκηνού Ιερομονάχου, Το Λειτουργικό Κήρυγμα, Έκδοσις Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου Μακρυνού, (χωρίς έτος), σ. 16.

27 Δαμασκηνού Κατρακούλη (Αρχιμανδρίτου), Η Πνευματικότης του Ιερωμένου, Αθήναι 1986, σ. 5.

28 Όπως παραπάνω,, σσ. 6-7.

29 Δαμασκηνού Κατρακούλη (Αρχιμανδρίτου), Η Πνευματικότης του Ιερωμένου, Αθήναι 1986, σσ. 10-14.

30 Όπως παραπάνω, σσ. 14-16.

31 Όπως παραπάνω, σσ. 16-17.

32 Δαμασκηνού Κατρακούλη (Αρχιμανδρίτου), Η Πνευματικότης του Ιερωμένου, Αθήναι 1986, σσ. 27-28.

33 Δαμασκηνού Κατρακούλη (Αρχιμανδρίτου Ιεροκήρυκος), Το Παλαιοημερολογίτικο Σχίσμα, Εν Μεγάροις 1989, σ. 4.

34 Δαμασκηνού Κατρακούλη (Αρχιμανδρίτου Ιεροκήρυκος), Το Παλαιοημερολογίτικο Σχίσμα, Εν Μεγάροις 1989, σσ. 4-5.

35 Όπως παραπάνω, σ. 7.

36 Όπως παραπάνω, σσ. 8-9.

37 Όπως παραπάνω, σσ. 10-11.

38 Δαμασκηνού Κατρακούλη (Αρχιμανδρίτου), Η επί της Οικογένειας Ποιμαντική, Έκδοσις Ι. Μονής Αγ. Ιωάννου Μακρυνού, Μέγαρα 1997, σσ. 5-6.

39 Όπως παραπάνω, σ. 6.

40 Όπως παραπάνω, σσ. 8-9.

41 Όπως παραπάνω, σ. 10.

42 Δαμασκηνού Κατρακούλη (Αρχιμανδρίτου), Η επί της Οικογένειας Ποιμαντική, Έκδοσις Ι. Μονής Αγ. Ιωάννου Μακρυνού, Μέγαρα 1997, σσ. 20-22.

43 Όπως παραπάνω, σσ.27-28.

44 Δαμασκηνού Κατρακούλη (Αρχιμανδρίτου), Η επί της Οικογένειας Ποιμαντική, Έκδοσις Ι. Μονής Αγ. Ιωάννου Μακρυνού, Μέγαρα 1997, σ. 32.

45 Όπως παραπάνω,, σ. 34.

46 Δαμασκηνού Κατρακούλη (Αρχιμανδρίτου), Η Καταγωγή του Ανθρώπου, (χωρίς έτος και σελίδα).

47 Δαμασκηνού Κατρακούλη (Αρχιμανδρίτου), Η Καταγωγή του Ανθρώπου, (χωρίς έτος και σελίδα).

48 Όπως παραπάνω.

49 Δαμασκηνού Κατρακούλη (αρχιμανδρίτου) Λόγος Εσθιόμενος Α', Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Μακρυνού Μέγαρα 2018, σσ. 7-9.

50 Δαμασκηνού Κατρακούλη (αρχιμανδρίτου) Λόγος Εσθιόμενος Β', Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Μακρυνού Μέγαρα 2019, σσ. 7-9.